πονέντες

πονέντες
ο και πουνέντες, ο (λ. ιταλ.), δυτικός άνεμος, ζέφυρος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πονέντες — ο, Ν βλ. πουνέντες …   Dictionary of Greek

  • понент — западный ветер , азовск. (Кузнецов). Из ит. роnеntе запад , откуда и нов. греч. πονέντες, от народнолат. роnеrе заходить (о солнце) ; см. Фасмер, RS 4, 160; Г. Майер, Ngr. Stud. 4, 72 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • πονεντομαΐστρος — και μπουνεντομαΐστρος, ο, Ν 1. δυτικός, βορειοδυτικός άνεμος, αλλ. σκιρωνοζέφυρος 2. η διεύθυνση από την οποία πνέει ο πονεντομαΐστρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πονέντες + μαΐστρος «βορειοδυτικός άνεμος»] …   Dictionary of Greek

  • στρεβλός — Μικρό νησί κοντά στην Τένεδο, τρία μίλια από το ακρωτήριο Πονέντες. Το νησί Σ. ανήκει στην Τουρκία. * * * ή, ό / στρεβλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. συνεστραμμένος, στραβός («στρεβλὸν ὀρθῶσαι κλάδον», Μέν.) 2. μτφ. (για πρόσ.) διεστραμμένος ως προς τον… …   Dictionary of Greek

  • πουνέντες — ο βλ. πονέντες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”